- διαγώγιον
- το ист. пошлина; сбор за проезд, провоз (чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαγώγιον — διαγώγιον, το (Α) όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην πόλη τού Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο … Dictionary of Greek
διαγώγιον — transit duty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωγικός — ή, ό (Α διαγωγικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στη συμπεριφορά αρχ. φρ. «τέλος διαγωγικόν» φόρος για τη διαγωγή, τη διάβαση, διαγώγιον … Dictionary of Greek